- ξενυχτίζω
- βλ. ξενυχτώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξενυχτίζω — ξενύχτισα, και ξενυχτώ ξενύχτησα, ξενυχτισμένος 1. αμτβ., περνώ τη νύχτα άγρυπνος, διανυχτερεύω: Ξενυχτούσε για να διαβάζει. 2. μτβ., κάνω κάποιον να μείνει άγρυπνος όλη τη νύχτα: Με ξενύχτησαν με τα τραγούδια τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξενυχτώ — άω και ξενυχτίζω 1. περνώ τη νύχτα άγρυπνος, διανυκτερεύω 2. διασκεδάζω τις μεταμεσονύκτιες ώρες 3. εργάζομαι μέχρι το πρωί 4. κάνω κάποιον να μείνει άγρυπνος («με την κουβέντα μέ ξενύχτισε») 5. αγρυπνώ δίπλα σε άρρωστο ή στη σορό νεκρού. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
ξενύχτισμα — το [ξενυχτίζω] διανυκτέρευση, ξενύχτι … Dictionary of Greek
ξενυχτάω — (σπάν. ξενυχτώ), ξενύχτησα, ξενυχτισμένος βλ. πίν. 58 Σημειώσεις: ξενυχτάω : ο τύπος ξενυχτίζω δε συνηθίζεται … Τα ρήματα της νέας ελληνικής